- νηαδε
- νῆάδενῆά-δε(ᾰ) adv. на корабль или к кораблю Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νήαδε — νῆαδε (Α) επίρρ. στο πλοίο («νῆαδ ἐπεσσεύοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆα, επικ. αιτ. εν. τού ναῦς «πλοίο», + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει στάση σε τόπο (πρβλ. κρήνην δε, μάχην δε)] … Dictionary of Greek
νῆαδε — νῆάδε , ναῦς ship indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῆαδ' — νῆάδε , ναῦς ship indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)